- νουκλεοτιδάση
- η(βιοχ.) πεπτικό ένζυμο τού εντέρου που καταλύει ειδικά την υδρόλυση τών νουκλεοτιδίων σε νουκλεοσίδια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek